Dictionary of Greek. 2013.
ου πώποτε — οὐ πώποτε ή οὐπώποτε (ΑΜ, Α δωρ. τ. οὐπώποκα) επίρρ. καμιά φορά ώς τώρα («οὐ πώποτ εἶπον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek